H ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑΘΟ ΤΟ 1807


H ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑΘΟ ΤΟ 1807

Από τα μέσα του 18ο αιώνα και ως τις αρχές του 19ου αιώνα το Άγιο Όρος στην αρχή και κατόπιν και άλλες περιοχές ταράσσονται από θρησκευτική έριδα, το λεγόμενο κίνημα των κολλυβάδων, δηλαδή αν είναι κανονική ή μη η τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή αντί του Σαββάτου, όπως γινόταν έως τότε σύμφωνα με την παράδοση.

Στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο το 1807 είχε καταφύγει ο Νικοτσάρας, ένας εκ των ενδοξοτέρων αρχηγών των κλεφτών από τη Θεσσαλία. Μαζί με τον άλλο φημισμένο καπετάνιο Γιάννη Σταθά και τον πειρατικό στολίσκο τους διατηρούσαν συχνό ορμητήριο τη Σκιάθο.

Οι δύο τους σε συνεργασία με τον Όσιο Ηγούμενο Νήφωνα σχεδίασαν, ύφαναν και ύψωσαν την πρώτη γαλανόλευκη ελληνική σημαία, όπως την ξέρουμε σήμερα, γαλάζιο βάθος και λευκός σταυρός. Η σημαία ευλογήθηκε το Σεπτέμβριο του 1807, όπου παρέστη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Η αφορμή δόθηκε το 1754 κατά τη διάρκεια της οικοδομήσεως της σκήτης της Αγίας Άννης από τον Κυριακό. Οι υποστηρικτές των παραδόσεων ονομάστηκαν «Κολλυβάδες».

Από τις ηγετικές μορφές του κινήματος εκτός από το Σχολάρχη της Αθωνιάδος Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τον Ιερομόναχο Αθανάσιο Πάριο, το Μητροπολίτη Κορίνθου Μακάριο Νοταρά και το Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον μετέπειτα Άγιο, ήταν και ο Ιερομόναχος Νήφων, ο οποίος γεννήθηκε το 1736 στη Χίο.

Ορφανός και από τους δύο γονείς του ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη, σε νεαρά ηλικία εγκαταλείπει το εμπόριο και μεταβαίνει στο Άγιο Όρος, αρχικά στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και κατόπιν στη σκήτη του Παντοκράτορος, όπου εκάρη Μοναχός. Λόγω της έριδας, ο Νήφων με μια μικρή ομάδα Μοναχών μεταβαίνει λίγο πριν το 1755 αρχικά στη Σάμο, μετά στην Πάτμο, στο νησί Λειψώ του συμπλέγματος των Φούρνων, όπου κτίζει και μονύδριο και το 1755 στην Ικαρία, όπου ιδρύει την Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας στη θέση Λευκάδα.

Η επάνδρωση του Μοναστηριού δεν άργησε να γίνει και σύντομα η Ιερά Μονή απαριθμούσε 25 Μοναχούς. Μεταξύ αυτών και ο Γρηγόριος, καταγόμενος από τη Σκιάθο, που είχε έρθει από τη Σχολή της Πάτμου. Ο Γρηγόριος ήταν μοναχογιός του Χατζή-Σταμάτη, πλούσιου εμπόρου και κτηματία από τη Σκιάθο. Όταν κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία του πατέρα του ο Μοναχός Γρηγόριος παρότρυνε το Νήφωνα να μεταβούν στη Σκιάθο και οικοδομήσουν εκεί Μοναστήρι, αφού στην Ικαρία βρισκόταν σε δεινή κατάσταση.

Το 1794 μεταβαίνουν στη Σκιάθο, όπου στις 6 Ιουνίου του ιδίου έτους δίδεται η άδεια από τις αρχές της Σκιάθου να οικοδομήσουν το Μοναστήρι. Η Ιερά Μονή οικοδομήθηκε στη θέση Αγαλλιανού, όπου υπήρχαν ερείπια παλιού μονυδρίου, το συγκρότημα χτίστηκε από το 1794 έως το 1806 και κατέστη το προπύργιο των Κολλυβάδων κατά τη διάρκεια της έριδας και στους μετέπειτα χρόνους.

Ο Σκιαθίτης πεζογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο παπα – Γιώργης και ο λογιώτατος Επιφάνιος Δημητριάδης υπήρξαν τέκνα του πνεύματος των Κολλυβάδων. Αυτό συνέβαλε ώστε να ονομάζεται η Σκιάθος ως «νήσος των αγίων».

Μετά από 35 χρόνια ο Ιερομόναχος Νήφων επιθύμησε να μεταβεί στην Ικαρία, όμως δεν πρόλαβε καθώς αρρώστησε. Ζήτησε όμως από έξι Μοναχούς να μεταβούν στην Ικαρία και να ανακαινίσουν το εγκαταλελειμμένο Μοναστήρι. Ο Ιερομόναχος Νήφων κοιμήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1809 σε ηλικία 73 ετών. Υπήρξε ο πρώτος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ευαγγελιστρίας. Κατόπιν Ηγούμενος της Ιεράς Μονής διετέλεσε ο συνιδρυτής του Μοναστηριού Σκιαθίτης Ιερομόναχος Γρηγόριος.

Η προσφορά της Ιεράς Μονής στον αγώνα της παλιγγενεσίας το 1821 ήταν τεράστια. Υπήρξε κέντρο τροφοδοσίας, πόλος έλξης και καταφυγής των κλεφταρματολών της Θεσσαλίας, καθώς και άλλων περιοχών. Στο Μοναστήρι κατέφευγαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, οι καπεταναίοι, με τα παλικάρια τους. Βοήθησε ηθικά και υλικά τα προεπαναστατικά κινήματα και την επανάσταση. Κατά τη διάρκεια του αγώνα κατέφυγαν εκεί τα γυναικόπαιδα που ακολουθούσαν τον Καρατάσο, όταν κινδύνευαν από πολεμικές επιχειρήσεις που γίνονταν στη Σκιάθο. Εκεί το 1839 έμεινε υπό περιορισμό στην Ιερά Μονή ο κληρικός και φιλόσοφος Θεόφιλος Καϊρης μετά από καταδίκη της Ιεράς Συνόδου.Στο εσωτερικό της Ιεράς Μονής δημιουργείται η ορθογώνια αυλή, της οποίας το κέντρο καταλαμβάνει το Καθολικό. Η διάταξη των χώρων και η λειτουργία τους ακολουθεί πιστά τα πρότυπα του Αγίου Όρους, καθώς υπάρχουν αγιορείτικες μορφές της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Για τον επισκέπτη που εισέρχεται από την κύρια πύλη της Ιεράς Μονής υπάρχει μια στάση στη μικρή πύλη μπροστά από το διαβατικό. Από εκεί δεν αποκαλύπτεται άμεσα η υπόλοιπη αυλή. Φαίνεται μόνο ένα τμήμα της, η ανατολική όψη του Καθολικού και οι εσωτερικές όψεις των κτισμάτων της νότιας πτέρυγας.